Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

Το Κίνημα του Ρομαντικού Εθνικισμού (Β’ Μέρος)

Το Κίνημα του Ρομαντικού Εθνικισμού (Β’ Μέρος)

Στο επίκεντρο βρίσκεται το πατριωτικό καθήκον, η εξύμνηση του λαού, η αγάπη για την ελευθερία, η ροπή για την πραγματική ανάπλαση της ιστορικής παράδοσης και κυρίως η αντίληψη της τέχνης ως οργάνου στην υπηρεσία των μεγάλων ιδανικών της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας και της εθνικής απελευθέρωσης. Ο Ρομαντισμός σε αυτό το σημείο λειτούργησε ως καθαρή πηγή αυθορμητισμού, αλλά και ως θεματοφύλακας των βαθύτερων χαρακτηριστικών του Έθνους. 

Οι ρομαντικοί καλλιτέχνες εκτιμούν την ακεραιότητα, την ειλικρίνεια και την αφοσίωση σε κάποιο ιδεώδες για το οποίο αξίζει κανείς να θυσιάσει τα πάντα, ακόμη και τον ίδιο του τον εαυτό. Η τέχνη και η ζωή είναι έννοιες αδιαχώριστες. Οι συγγραφείς του Ρομαντικού Κινήματος συχνά αντλούσαν τα θέματα τους από τις λαϊκές παραδόσεις, την εθνική ιστορία και τους μεσαιωνικούς θρύλους, ενώ συχνά ενδιαφέρονταν για εκείνες τις δοξασίες που περιέχουν υπερφυσικά στοιχεία, καθότι συμφωνούσαν με την ρομαντική αντίληψη της ενορατικής δύναμης της καλλιτεχνικής φαντασίας, με την οποία ο συγγραφέας εκφράζει την υπερβατική αλήθεια, πέρα από την επιφανειακή πραγματικότητα του κόσμου.

Ωστόσο, η σύνδεση Ρομαντισμού και Εθνικισμού γίνεται καταφανέστερη από το γεγονός ότι ήδη από τα πρώτα του βήματα το κίνημα επικεντρώθηκε τόσο στην ανάπτυξη των εθνικών γλωσσών και της λαογραφίας, όσο και στην πνευματική αξία των τοπικών εθίμων και παραδόσεων. Άλλωστε, είναι γεγονός ότι το κίνημα του Ρομαντισμού συνέβαλε καθοριστικά στην αναδιατύπωση του «ευρωπαϊκού χάρτη»,καθώς οδήγησε σε καλέσματα για την αυτοδιάθεση των εθνοτήτων, μετατρέποντας με αυτό τον τρόπο τον Εθνικισμό στο κύριο όχημα του. Εκείνη ακριβώς είναι η στιγμή που παρατηρούνται οι πρώτες εκκλήσεις για επιστροφή στις πατροπαράδοτες αξίες και ήθη, στην λαϊκή παράδοση και στη φύση, σαν ανταπάντηση στον ορθολογισμό και τις απόλυτες «αλήθειες» του Διαφωτισμού.

Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί ότι στην πρώιμη μορφή του Ρομαντικού Εθνικισμού παρατηρείται η έντονη άντληση εμπνεύσεως από τις ιδέες του Ρουσσώ και του Γιόχαν Γκότφριντ Χέρντερ, με τον τελευταίο το 1784 να υποστηρίζει ότι η γεωγραφία διαμόρφωσε την φυσική οικονομία των λαών και μορφοποίησε τα έθιμα και την κοινωνία, σύμφωνα με την κατεύθυνση ότι τους ευνοεί το φυσικό τους περιβάλλον.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της ηπειρωτικής Ευρώπης, όπου οι ρομαντικοί είχαν αγκαλιάσει την Γαλλική Επανάσταση στο ξεκίνημα της, καθώς ο ναπολεόντειος εθνικισμός και ρεπουμπλικανισμός αποτέλεσαν στην αρχή πηγή έμπνευσης και για κινήματα άλλων χωρών. Η αυτοδιάθεση και η συνείδηση της εθνικής ενότητας ήταν δυο από τους σημαντικότερους λόγους που η Γαλλία κατόρθωσε να νικήσει τη μάχη με άλλες χώρες. Ωστόσο, μετά την Γαλλική Επανάσταση και την άνοδο του Ναπολέοντα, αλλά και τις μετέπειτα αντιδράσεις των εθνών, η φύση του εθνικισμού άλλαξε δραματικά, και οι ρομαντικοί είδαν τους εαυτούς τους να αγωνίζονται την «Αντεπανάσταση» στο διακρατικό, αυτοκρατορικό και επιβλητικό σύστημα του Ναπολέοντα. Η αίσθηση της αυτοδιάθεσης και της εθνικής συνείδησης που τους είχε ενεργοποιήσει να νικήσουν τα αριστοκρατικά καθεστώτα στη μάχη, γίνονται τώρα σημεία συσπείρωσης για αντίσταση κατά της Γαλλικής Αυτοκρατορίας.

Στην Πρωσία συγκεκριμένα, η ανάπτυξη της πνευματικής ανανέωσης ως μέσο για να συμμετάσχουν στον αγώνα κατά του Ναπολέοντα, υποστηρίχθηκε ανάμεσα σε άλλους και από τον γερμανό φιλόσοφο Γιόχαν Γκότλιμπ Φίχτε, μαθητή του Καντ. Ακόμη, ως μέρος αυτής της αντίστασης ενάντια στη γαλλική ηγεμονία, ήταν και η επινόηση της έννοιας «Volkstum» ή «folkhood», η οποία επινοήθηκε στην Γερμανία και σήμαινε εθνικότητα. Στα πλαίσια της άνθησης του Ρομαντικού Εθνικισμού, ο Φίχτε το 1806 εξέφρασε την ενότητα της γλώσσας και του έθνους, στον δέκατο τρίτο λόγο του «Προς το Γερμανικό Έθνος», με τον εξής τρόπο:

«Τα πρώτα, γνήσια και πραγματικά φυσικά σύνορα των κρατών είναι αναμφίβολα τα εσωτερικά τους σύνορα. Αυτοί που μιλούν την ίδια γλώσσα ενώνονται μεταξύ τους με ένα πλήθος αόρατων δεσμών από την ίδια τη φύση, πολύ πριν αρχίσει οποιαδήποτε ανθρώπινη τέχνη. Καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλο και έχουν την δύναμη να κάνουν τους εαυτούς τους περισσότερο ξεκάθαρους και κατανοητούς. Ανήκουν κάπου από κοινού και  συμμετέχουνε από τη φύση τους σε ένα αδιάσπαστο όλο. Μόνο όταν κάθε άνθρωπος αφήνει τον εαυτό του να αναπτυχθεί και να συγκροτηθεί σύμφωνα με την δική του ιδιαίτερη ποιότητα και μόνο όταν αφήνει την ατομικότητα του να αναπτυχθεί σύμφωνα με την κοινή ποιότητα, τότε και μόνο τότε κάνει την εκδήλωση της «θεότητας» να εμφανιστεί στον αληθινό του καθρέφτη, όπως θα έπρεπε να είναι».

Ήδη από τα πρώτα του σκιρτήματα, στα τέλη του 18ου αιώνα, ο Ρομαντικός Εθνικισμός βασίστηκε στην ύπαρξη μιας ιστορικής εθνικής κουλτούρας που συναντάει το ρομαντικό ιδανικό, ενώ η λαογραφία αναπτύχθηκε ως μια ρομαντική εθνικιστική έννοια. Ωστόσο, η υπόθεση μιας μεταβιβαζόμενης πολιτιστικής κληρονομιάς, κοινής προελεύσεως, σύντομα απέκτησε κεντρική θέση σε ένα διχαστικό ζήτημα, καθώς τέθηκε το ερώτημα αν το έθνος είναι ενωμένο επειδή προέρχεται από την ίδια γενετική προέλευση λόγω της φυλής ή αν ερμηνεύεται ως την αυτοεκπληρούμενη συμμετοχή στην οργανική φύση του λαϊκού πολιτισμού.

Τότε, ακριβώς, δόθηκε και το έναυσμα που οδήγησε στην διαμόρφωση ενός βασικού σκέλους της φιλοσοφικής θεώρησης του Χέγκελ, ο οποίος υποστήριξε ότι υπήρχε ένα «πνεύμα της εποχής» ή αλλιώς«Zeitgeist», που ενυπήρχε σε συγκεκριμένους ανθρώπους, σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Την στιγμή εκείνη, λοιπόν, που αυτοί οι άνθρωποι ανέλαβαν ενεργό ρόλο στην διαμόρφωση της ιστορίας, αυτό συνέβη γιατί είχε φτάσει η πολιτιστική και πολιτική τους στιγμή.
 
Την ίδια στιγμή, επίσης, η λογοτεχνική και πολιτιστική εθνικότητα, χρωματισμένη με προ-γενετικές έννοιες της Φυλής, ενίσχυσε δυο ρητορικές αξιώσεις που σχετίζονται σταθερά με τον Ρομαντικό Εθνικισμό: τις ιδέες για υπεροχή και ανωτερότητα. Η υπεροχή είναι ο ισχυρισμός εκείνος για το αναφαίρετο δικαίωμα των πολιτισμικά καθορισμένων ανθρώπων σε ένα γεωγραφικό έδαφος, η αποκαλούμενη πατρίδα, πατρώα γη. Καθ’ αυτό τον τρόπο η ιδέα της φυλετικής ανωτερότητας έγινε αναπόφευκτα συνυφασμένη με τον Ρομαντικό Εθνικισμό. Ως προς αυτή την κατεύθυνση, ο Ριχάρδος Βάγκνερ είχε υποστηρίξει εμφανώς ότι εκείνοι που είναι εθνικά διαφορετικοί, δεν μπορούν να κατανοήσουν την καλλιτεχνική και πολιτιστική σημασία που συνδέεται με την εθνική κουλτούρα και τον πολιτισμό.