Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

Via Dolorosa Europae Orientalis (Μέρος 3)

Ημπορεί κάποιος να επεξεργαστεί το ερώτημα γιατί το σχέδιον του Στάλιν να «αρπάξει» την Πολωνία συνήντησεν τόσον μικρά αντίσταση από τους Δυτικούς του Συμμάχους. Γιατί ο Ρούσβελτ και ο Τσώρτσιλ συνεφώνησαν τόσον ευκόλως με τα αιτήματα του Στάλιν που –συμφώνως προς μιαν άποψη- «ήσαν υπερβολικώς δυσανάλογα προς τα απαιτούμενα ώστε να κρατηθεί η ΕΣΣΔ στον πόλεμο»; Πράγματι βλέπουμε σήμερον την Πολωνία της εποχής εκείνης «προδομένη» [κατά παραφραστικήν εκπλήρωση του τίτλου του βιβλίου : «Είδα την Πολωνία προδομένη - Ένας Αμερικανός πρεσβευτής αναφέρει στον λαό» («I Saw Poland Betrayed: An American Ambassador Reports to the People») που εγράφη το 1948 από τον πρώτον πρεσβευτή των ΗΠΑ στην κομμουνιστική Λαοκρατική Πολωνία, τον Άρθουρ Μπλις - Λέην (Arthur Bliss-Lane)].
Εξ άλλου, οι Δυτικοί συνοδοιπόροι του «Πατερούλη» Στάλιν (ή «θείου Τζο» όπως τον απεκάλουν … χαϊδευτικώς» εγνώριζαν καλώς πως η εκάστοτε κυβέρνηση της Πολωνίας ήταν δραστήριον μέρος του συνασπισμού κατά του Άξονος και συμμετείχε ενεργώς στον πόλεμο εναντίον των Γερμανών μέχρι την παράδοσή τους τον Μάϊον του 1945. Στην Δύση οι πολωνικές δυνάμεις επολέμησαν μαζί με τους Συμμάχους στην γη, στον αέρα και στις θάλασσες. Κατά την διάρκεια του Β' Μεγάλου Πολέμου, ο πολωνικός στρατός, τόσον στο δυτικό όσον και στο ανατολικό μέτωπο, ηρίθμει περισσοτέρους των 700 χιλιάδων ανδρών και γυναικών, καθιστάμενος ο τέταρτος μεγαλύτερος στρατός στην Συμμαχία.
Επίσης οι Πολωνοί διεδραμάτισαν πολύ σημαντικόν ρόλο στην διάλυση των μυστικών γερμανικών κωδίκων και το πολωνικόν δίκτυον πληροφοριών που εκάλυπτε όχι μόνον την Πολωνία, την Γερμανία και την υπόλοιπο Ευρώπη, αλλά και το Αλγέριον και την Τουρκία, συνειργάσθη στενώς με τους Συμμάχους και συνέβαλεν σημαντικώς.
Συμφώνως προς τις βρετανικές πηγές, οι Μυστικές Υπηρεσίες Πληροφοριών «...το 1940-45 έλαβαν περίπου 45.000 αναφορές από την Ευρώπη, με σχεδόν το ήμισυ εξ αυτών να παρέχονται από τις πολωνικές υπηρεσίες πληροφοριών». Όπως χαρακτηριστικώς εσημείωσεν ο δαιμόνιος Sir John Rupert Colville, ο «Jock» Colville, προσωπικός γραμματεύς του Winston Churchill κατά την διάρκειαν του Β’ Μεγάλου Πολέμου: «Πιθανότατα οι καλύτεροι παίκτες στο παίγνιον των πληροφοριών ήσαν οι Πολωνοί».
Μία λοιπόν υπεύθυνη απάντηση στην ερώτηση γιατί ο Ρούσβελτ ήταν τόσον ευπρoσήγορος προς τον Στάλιν και υπερβολικώς δεκτικός στα αιτήματά του, θα υπερέβαινε κατά πολύ το εύρος ενός γενικού άρθρου, όμως μερικές γενικές παρατηρήσεις είναι ιδιαιτέρως χρήσιμες για την κατανόηση της ιστορικής πραγματικότητος. Βεβαίως πρέπει να σημειωθεί ότι όλες οι αποφάσεις οι οποίες αφορούσαν στην Κεντρικήν Ευρώπη, ελήφθησαν από κοινού, από τον Ρούσβελτ και τον Στάλιν, με τον Στάλιν να «σκηνοθετεί» το εκάστοτε δρώμενο. Καθώς εξελίσσετο ο πόλεμος, η σημασία της Σοβιετικής Ενώσεως είχεν αυξηθεί ενώ εκείνη της (τότε ακόμη) Μεγάλης Βρετανίας είχε βαθμηδόν περιθωριοποιηθεί.
Ήδη στην Τεχεράνη εφάνη η καθολική ανεξαρτησία της αμερικανικής πολιτικής από την βρετανική, ανεξαρτησία η οποία εξέφραζεν την ανυπόκριτο, βαθεία και συνάμα βλακώδη εκτίμηση των Αμερικανών για την μεγάλη προσπάθεια που κατέβαλλε η Σοβιετική Ένωση στον συμμαχικό πόλεμο. Αφ΄ετέρου ο Τσώρτσιλ αντελήφθη ότι η ανεξαρτησία της ιδικής του πολιτικής ήταν περιορισμένη και ότι η χώρα του θα εξηρτάτο πλέον από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, τόσον για τα ευρωπαϊκά, όσον και ιδιαιτέρως για τα παγκόσμια μεταπολεμικά αποικιοκρατικά της συμφέροντα.
Όπως αναφέρει η φίλη του Αμερικανού Προέδρου και Υπουργός Εργασίας Φράνσις - Φάνυ Κόραλι Πέρκινς (Frances - Fannie Coralie Perkins, 1880-1965), ο Ρούσβελτ, διαφοροποιούμενος άρδην από τον Τσώρτσιλ, της εξεμηστηρεύθη για την συνάντηση εκείνη: «Ο Γουίνστον κοκκίνισε και συνοφρυώθηκε, κι όσο περισσότερο το έκανε, τόσο ο Στάλιν χαμογελούσε. Ο Στάλιν ξέσπασε σε ένα βαθύ εγκάρδιο γέλιο, και για πρώτη φορά μέσα σε τρεις ημέρες είδα φως ! Το συνέχισα, ώσπου ο Στάλιν άρχισε να γελάει μαζί μου, και τότε τον αποκάλεσα «θείο Τζο». Ενδεχομένως να με είχε θεωρήσει αναιδή την προηγουμένη, αλλά εκείνη την ημέρα γέλασε και ήρθε και μου έσφιξε το χερι. Από τότε οι σχέσεις μας έγιναν προσωπικές [...] Ο πάγος έσπασε και συνομιλούσαμε ως άνδρες και αδέλφια» [Henry Kissinger, «Διπλωματία», Εκδοτικός Οίκος Α. Λιβάνη, 1995, σελίς 412.]
Ο Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς «Στάλιν», ο αδίστακτος μικρόσωμος άνθρωπος που το ανάστημά του δεν υπερέβαινε το 1 μέτρο και 62 εκατοστά, ο κακοποιημένος υιός ενός πτωχού, αλκοολικού Γεωργιανού τσαγκάρη υποδηματοποιού, ο τολμητίας μπολσεβίκος με την αναπηρία στην αριστερά του χείρα και το πρόσωπο σημαδεμένο από την ευλογιά, υπήρξεν ένας από τους πλέον πολωτικούς και αμφιλεγομένους ηγέτες στην ανθρωπίνη ιστορία. Από την διάσκεψη της Τεχεράνης και ένθεν είχεν επιβληθεί οριστικώς στον ημιπαράλυτο πλουτοκράτη μεγαλοαστό Ρούζβελτ.
Στον κυνισμόν του Τσώρτσιλ, που πάντα προτιμούσε να αναφέρεται στην «Ρωσία» και όχι στη Σοβιετική Ένωση, (παραπέμπων έτσι στο βρετανο-ρωσικό ανταγωνισμό του 19ου αιώνος), ο δαιμόνιος Στάλιν απήντησε με τον ρεαλισμόν της επεκτάσεως του «σοσιαλισμού σε μία χώρα» στην «σοσιαλιστική ζώνη», δηλαδή με την στρατηγική επεκτάσεως της ζώνης ασφαλείας της Σοβιετικής Ενώσεως, στην Ανατολική Ευρώπη έως την Βιέννη, και στα Βαλκάνια έως τα βόρεια σύνορα της Ελλάδος.
Επιπλέον, από τον Μάϊον του 1943 η σοβιετική ηγεσία είχε διαλύσει την διαβόητον «Κομιντέρν» (την Κομμουνιστική Διεθνή ή Τρίτη Διεθνή Ένωση των εθνικών κομμουνιστικών Κομμάτων, η οποία ιδρύθη τον Μάρτιον του 1919 στην Μόσχα) –της οποίας πρώτιστος στόχος ήταν «η προώθηση της παγκόσμιας επανάστασης ως παρακαταθήκη του Λένιν και της Οκτωβριανής Επανάστασης»-, γεγονός που καταδεικνύει ότι επεθύμει σαφώς την ειρηνική συνύπαρξη με την καπιταλιστική Δύση. Η «επαναστατική ευθύνη» είχε πλέον μετατοπισθεί στους «καταπιεσμένους λαούς», οι οποίοι θα έδιδαν μόνοι τους την λύση, (όπως αργότερον συνέβη στο Βιετνάμ και στην Κούβα). Η διάλυση της Κομιντέρν εχαιρετίσθη στις ΗΠΑ λίαν ενθουσιωδώς ως εξόχως εποικοδομητική πρωτοβουλία για την αμερικανο-σοβιετική συνεργασία κατά την διάρκειαν του πολέμου. Χαρακτηριστικώς αναφέρεται πως ο Γερουσιαστής του Τέξας Τομ Κόναλυ (1877 –1963), μέλος της «Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων» της αμερικανικής Γερουσίας και μετέπειτα πρόεδρός της (από το 1941), καλωσόρισε την πρωτοβουλία του Στάλιν ως «μια ριζική στροφή προς τις δυτικές αξίες !»
Εκτιμάται ότι ο Ρούσβελτ απεδέχθη αναντιρήτως τις κατηγορίες του Στάλιν για μιαν «αγγλοσαξονική συνωμοσία» ως πραγματικές και ηρνήθη να συναντηθεί με τον Τσώρτσιλ κατά την διάρκειαν των συνόδων κορυφής στην Τεχεράνη και στην Γιάλτα. Ηρνήθη επίσης να εγκρίνει την πρόταση του Τσώρτσιλ να εκκινήσει η εισβολή στην Ευρώπη από τα Βαλκάνια και όχι από την Γαλλία.
Είναι μάλλον αποκαλυπτικόν ότι όταν απέθανεν ο Ρούσβελτ τον Απρίλιον του 1945, ο Τσώρτσιλ απεφάσισεν να μην παραστεί στην κηδεία του κάποτε «στενού φίλου» του. Κάποιοι, όπως ο ιστορικός και βιογράφος Τζων Έλλις Μεκάμ (Jon Ellis Meacham) υποστηρίζουν [«Franklin and Winston: An Intimate Portrait of an Epic Friendship» Νέα Υόρκη, εκδόσεις Random House. 2003] ότι ο Τσώρτσιλ ήπιζεν πως ο νέος πρόεδρος, Χάρι Σόλομον Τρούμαν, θα ήρχετο να τον ιδει στην Βρετανία. Αυτό τούτο υποδηλώνει ότι οι αγγλοαμερικανικές σχέσεις πρέπει να είχαν φθάσει σε ένα πολύ ευτελές σημείον, εφ΄όσον η παρουσία στην κηδεία του Ρούσβελτ υπέκειτο σε τέτοιες μικροπρεπεπείς σκέψεις.
Μάλλον οι «Μεγάλοι Δύο», παρά οι «Μεγάλοι Τρεις», προέβησαν σε όλες τις κρίσιμες αποφάσεις, προσβλέποντες σε έναν μεταπολεμικό διπολικό κόσμο. Η τύχη της Πολωνίας ήταν τελείως ξένη και μάλλον δυσφορική προς το όραμα του Ρούσβελτ για το είδος της παγκοσμίου τάξεως που θα έπρεπε να εμφανιστεί μετά τον Δεύτερο Μεγάλο Πόλεμο. Το «νεοεποχίτικο» όραμα του Ρούσβελτ για την μεταπολεμική παγκόσμιο τάξη εβασίζετο σε τέσσαρες δυνάμεις (τους «Τέσσαρες Αστυνομικούς») που θα διενήργουν την αστυνόμευση στις αντίστοιχες σφαίρες επιρροής τους : Τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, την Σοβιετική Ένωση, την Μεγάλη Βρετανία και την Κίνα. [Όρα Henry Kissinger, «Διπλωματία», Εκδοτικός Οίκος Α. Λιβάνη, 1995), κεφάλαιον 16]. Δεν επρόκειτο περί μιας μεγαλοφυούς και μοναδικής «ρουσβελτιανής πρωτοβουλίας» : Μετά τους πολέμους του Ναπολέοντος, ένα ανάλογον σύστημα συλλογικής ασφάλειας στην Ευρώπη εναντίον της απειλής της Γαλλίας, με τη μόνιμη συμμαχία Βρετανίας, Πρωσίας, Αυστρίας και Ρωσίας, είχεν προτείνει ο Άγγλος πρωθυπουργός Πιτ.
Αυτό είχεν δύο συνέπειες : Πρώτον, ο Στάλιν ημπορούσε για τους λόγους αυτούς να διεκδικήσει το δικαίωμα να «αστυνομεύσει» την Πολωνία, ενώ (και το σημαντικότερον), με την επιδεικτικώς εναλασσομένη «απροθυμία αποδοχής» του μεγάλου οράματος του Ρούζβελτ, ήταν σε θέση να απαιτεί ανταποδοτικώς παραχωρήσεις, ώστε κατόπιν της λήψεώς τους να αποδέχεται «από φιλοτιμία» κάποια συστατικά του ρουζβελτικού οράματος. Και το έπραξε αριστοτεχνικώς. Ο Στάλιν όχι μόνον απέκτησε νομιμοποίηση ελέγχου της Πολωνίας στην Γιάλτα, αλλά εκέρδισεν επίσης την έγκριση του Ρούζβελτ για την ένταξη των σοβιετικών «Δημοκρατιών» της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας στον ΟΗΕ. Δηλαδή η ΕΣΣΔ διέθετε τρεις ψήφους αντί μίας, στον νεόδμητον οργανισμό.
Η Πολωνία ήταν απολύτως κρίσιμη για τα ιμπεριαλιστικά σχέδια του Στάλιν, ενώ - όπως ήδη εσημειώθη - η μοίρα της δεν είχε ιδιαιτέρα σχέση με το «μείζον όραμα» του Ρούσβελτ για τον μεταπολεμικό κόσμο και την συμμετοχή της Σοβιετικής Ενώσεως σε αυτόν. Ομοίως, η γεωπολιτική αξία της Πολωνίας ήταν διαφορετική για τον Ρούσβελτ και τον Στάλιν. Ήταν σχεδόν μηδενική για τον πρώτο, ενώ τεραστία για τον τελευταίο. Χωρίς την Πολωνία, η Σοβιετική Ένωση δεν θα ήταν πλήρως ευρωπαϊκή και παγκόσμιος δύναμη, ενώ η εμβέλειά της στην Δυτική Ευρώπη θα ήταν πολύ περιορισμένη.Έτσι ο Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς απέκτησεν την ελευθερία να ελίσσεται σε άλλα μέρη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.
Ένας άλλος λόγος για την ικανότητα του Στάλιν να αποκομίζει παραχωρήσεις από τους Δυτικούς Συμμάχους του ήταν ότι, ο Ρούζβελτ ήθελε να τελειώσει τον πόλεμο όσον το δυνατόν ταχύτερον, με το μικρότερον κόστος σε αμερικανικές ζωές, ενώ οι ανθρώπινες ζωές δεν …. ενετάσσοντο αρμονικώς στους πολιτικούς υπολογισμούς του Στάλιν. Για τον Στάλιν, οι Σοβιετικοί στρατιώτες ήσαν απλώς ένας … αναλώσιμος «υλικός» πόρος. Ενώ τόσον ο Τσώρτσιλ, όσον και ο Ρούζβελτ, προσεπάθησαν να ελαχιστοποιήσουν την απώλειαν ανθρωπίνων ζωών στην διεξαγωγή του πολέμου, ο Στάλιν προσεπάθησεν απλώς να εξασφαλίσει ότι οι πολιτικοί του στόχοι θα επιτευχθούν, ανεξαρτήτως του ανθρωπίνου κόστους τους.
Ο διάσημος εβραϊκής καταγωγης Πολωνοαμερικανός, ιστορικός και πολιτειολόγος στο πανεπιστήμιον του Χάρβαρντ, Άνταμ Μπρούνο Ουλάμ, (Adam Bruno Ulam, 1922 –2000), στο έργον του «Επέκταση και συνύπαρξη - Σοβιετική εξωτερική πολιτική 1917-1973», [2α έκδοση. (Νέα Υόρκη, εκδόσεις Holt, Rinehart & Winston, 1974), σελίς 367],εσημείωνεν ότι:
«Μια γερμανική αντεπίθεση στις Αρδένες κατέλαβε εξαπίνης τους Αμερικανούς. Υπήρξεν ένας στιγμιαίος φόβος για μία σοβαρά στρατιωτική καταστροφή, οπότε ο Τσώρτσιλ και ο Ρούσβελτ ευρέθησαν να παρακαλούν τους Ρώσους ώστε να εξαπολύσουν την επίθεση τους στην ανατολή ... Οι Ρώσοι εξεκίνησαν δεόντως την επίθεσή τους τον Ιανουάριο. Η ώση του Ρούνστεντ (στις Αρδένες) εκείνην την εποχή απεκαλύφθη σαφώς ως ένας αντιπερισπασμός και όχι ως μια μεγάλη επίθεση, για την οποίαν οι Γερμανοί δεν ήσαν πλέον ικανοί. Αλλά οι Ρώσοι ημπορούσαν τώρα να υπαινιχθούν ότι έσωσαν τους συμμάχους από μια μεγάλην ήττα. Τέτοιο ήταν το πρελούδιον της Γιάλτας».

Αθανάσιος
Κωνσταντίνου

ΠΗΓΗ