Τρίτη 14 Απριλίου 2020

Εθνικοί Στοχασμοί (Μέρος 1)



Η έννοια της Εθνικής μας Ταυτότητος στην νεοτέρα ιστορία, προϋποθέτει αξιωματικώς την αδιάσπαστο ενότητα και χωροχρονική συνέχεια του Ελληνισμού.
Το ελληνικόν κράτος (το οποίον ιδρύθη τυπικώς στα 1830) επ’ ουδενί λόγω ημπορούσε να θεωρηθεί ότι ικανοποίει επαρκώς το αίτημα της ενότητος και συνεχείας του Ελληνισμού. Ο Ιωάννης Κωλέττης ως εισηγητής της «Μεγάλης Ιδέας» θεμελιώνει την «ενότητα του Ελληνισμού στον χώρο» (1844). Κατά την διάρκειαν των συζητήσεων περί συνταγματικής διακρίσεως μεταξύ αυτοχθόνων και ετεροχθόνων (βάσει του άρθρου 3), την 11η Ιανουαρίου 1844, ο Κωλέττης εξεφώνησε λόγον υπέρ της ισότητος ελευθέρων και αλυτρώτων Ελλήνων.
Σε αυτόν τον μνημειώδη λόγον του διεμορφώθη ιδεολογικώς η Μεγάλη Ιδέα, η οποία καθόρισε την εξωτερική και την εσωτερική πολιτική του ελληνικού κράτους μέχρι το 1922. Ο Ιωάννης Κωλέττης φέρεται ως «Πατήρ της Μεγάλης Ιδέας», ενώ από όλες τις διαθέσιμες ιστοριογραφικές πηγές απορρέει ότι οραματίζετο την ανάκτηση των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την εγκαθίδρυση μίας χριστιανικής ηγεμονίας, ιχνογραφών την ενότητα του τότε Μείζονος Ελληνισμού στον πραγματικό - γεωγραφικό χώρο.
Αντιστοίχως την «ενότητα του Ελληνισμού στον χρόνο» την απεκατέστησαν και την εστοιχειοθέτησαν με το έργον τους οι τιτάνιοι ιστορικοί στοχαστές Σπυρίδων Ζαμπέλιος (1815-1881) και Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος (1815-1891), οι αναφερόμενοι τιμητικώς και ως «Διόσκουροι» της ελληνικής ιστοριογραφίας του 19ου αιώνος. Η «Ζαμπελιο-Παπαρρηγοπούλειος» ιστορική σχολή (όπως την ανέφερε ο πολύς Καθηγητής της Λατινικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιον Αθηνών Στέφανος Κουμανούδης) απεκατέστησεν το Βυζάντιον ως ιδιαζόντως κρίσιμον κρίκο στην άλυσο της εθνικής εξελίξεως του Μείζονος Ελληνισμού και αναπόσπαστον μέλος της ελληνικής ιστορίας. Το Ελληνικόν Έθνος, το οποίον κατά τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, σαφέστατα δεν περιορίζεται μόνον στον πληθυσμό του ελλαδικού βασιλείου, αλλά βεβαίως περιλαμβάνει τον απανταχού Μείζονα Ελληνισμόν, έχει μιαν εξαιρετικώς μεγαλειώδη και σαφή εκπολιτιστική αποστολή: «...προώρισται να προεδρεύση εις την αναβίωσιν της Ανατολής...» (1853).
Η δημοσίευση εργασίας του Αυστριακού ιστορικού Γιάκομπ Φίλιπ Φαλλμεράϋερ σε τρεις φάσεις:
  • [«Ιστορία της χερσονήσου της Πελοποννήσου κατά τους Μεσαιωνικούς Χρόνους. Μέρος πρώτον: Παρακμή των Ελλήνων της Πελοποννήσου και επανοίκηση της κενής γης από Σλαβικούς λαούς» (Geschichte der Halbinsel Morea während des Mittelalters. Teil 1: Untergang der peloponnesischen Hellenen und Wiederbevölkerung des leeren Bodens durch slavische Volksstämme), Στουτγάρδη, 1830.
  • «Ποιαν επίδραση είχεν η κατοχή της Ελλάδος από τους Σλάβους στο πεπρωμένον της πόλεως των Αθηνών και της υπαίθρου της Αττικής; Ή, μια λεπτομερεστέρα αιτιολόγηση της θεωρίας περί της προελεύσεως των σημερινών Ελλήνων, της προταθείσης στον πρώτο τόμο, στο Ιστορία της χερσονήσου της Πελοποννήσου κατά τους Μεσαιωνικούς Χρόνους» (Welchen Einfluß hatte die Besetzung Griechenlands durch die Slawen auf das Schicksal der Stadt Athen und der Landschaft Attika? Oder nähere Begründung der im ersten Bande der Geschichte der Halbinsel Morea während des Mittelalters aufgestellten Lehre über die Enstehung der heutigen Griechen), Στουτγάρδη,1835.
  • «Ιστορία της χερσονήσου της Πελοποννήσου κατά τους Μεσαιωνικούς Χρόνους. Μέρος δεύτερον: Ο Μωρηάς, ερημωθείς από εσωτερικούς πολέμους μεταξύ Φράγκων και Βυζαντινών και κατακλυσθείς από Αλβανούς αποικιστές, κατακτάται τελικώς υπό των Τούρκων. Από το 1250 έως το 1500 μετά Χριστόν», (Geschichte der Halbinsel Morea während des Mittelalters. Teil 2: Morea, durch innere Kriege zwischen Franken und Byzantinern verwüstet und von albanischen Colonisten überschwemmt, wird endlich von den Türken erobert. Von 1250-1500 nach Christus) , Τυβίγγη, 1836.]
έθεσεν υπό σφοδράν αμφισβήτηση την νεοελληνική ταυτότητα, με τον ισχυρισμόν ότι δήθεν ο νέος Ελληνισμός ουδεμίαν είχεν σχέση με την ελληνικήν Αρχαιότητα.
Η θεωρία του Φαλλμεράϋερ έπληττε σκληρώς τα θεμέλια της συγκροτήσεως του μόλις εκ νέου εκπεφρασμένου σε κρατικήν υπόσταση Ελληνικού Έθνους, υποστηρίζουσα ότι η «ελληνική φυλή» είχεν εξαφανισθεί εξ αιτίας της καθόδου Σλάβων και Αλβανών στα ελληνικά εδάφη (από τον 6ον έως τον 10ον αιώνα μ.Χ.). Συνεπώς, για την ανασκευήν της θεωρίας του έπρεπε να αποδειχθεί η συνεχής παρουσία του Ελληνικού Έθνους από την αρχαϊκήν Αρχαιότητα έως και τα μέσα του 19ου αιώνος. Η περίοδος του Βυζαντίου, στην οποίαν ο Φαλλμεράϋερ ενετόπισεν το τέλος του ελληνικού πολιτισμού, ειδικότερον δε η ανάδειξη της Ελληνικότητος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας υπήρξεν το κυρίαρχον επιχείρημα εκείνων οι οποίοι αντέκρουσαν επιστημονικώς τον Αυστριακόν ιστορικό.
Σε αυτήν την προσπάθεια η συστηματική απαξίωση του Βυζαντίου από Έλληνες λογίους (όπως ο Αδαμάντιος Κοραής), οι οποίοι εντάσσονται στην ιδεολογική και πνευματική σφαίρα του «Νεοελληνικού Διαφωτισμού», ελειτούργησεν δυστυχώς ως ένα επιπλέον πρόσκομμα. Το συγκεκριμένο ιδεολογικό, φιλολογικό, γλωσσικό και φιλοσοφικό ρεύμα το οποίον επεχείρησε να μεταφέρει τις ιδέες και τις αξίες του ευρωπαϊκού διαφωτισμού στον χώρο του υποδούλου γένους, εθεώρει πως η περίοδος του Βυζαντίου αντεστοίχει στους σκοτεινούς χρόνους της ιστορίας, όπως ακριβώς στην Δυτικήν Ευρώπη υπήρξεν ο Μεσαίων. Στον πυκνώς συγκεκροτημένο και αρτιώτατο λόγο των Ελλήνων διαφωτιστών, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία παρουσιάζετο απλώς ως μια επαχθής συνέχεια της ρωμαϊκής κατακτήσεως επί των ελληνικών πληθυσμών.
Την ανασκευήν της θεωρίας του Φαλλμεράϋερ ανέλαβεν πρώτος να φέρει εις πέρας ο Λευκάδιος Σπυρίδων Ζαμπέλιος, με σπουδές στην Ιόνιον Ακαδημία, στην Πίζα και στην Γερμανία, όπου διεμορφώθη ιδεολογικώς και πνευματικώς από τα δυτικοευρωπαϊκά ρεύματα, έστρεψεν ενεργώς το ενδιαφέρον του στο Βυζάντιον επιχειρών να καταδείξει την αδιαμφισβήτητο Ελληνικότητά του και πέραν από τους ασφυκτικούς θρησκευτικούς μονοδρόμους της οιασδήποτε προηγουμένης αναλύσεως.
Το κομβικότερον σημείον της προτάσεώς του αποτελεί ο όρος «Ελληνοχριστιανικός», (δηλαδή η δραστική συγχώνευση, ο συγκερασμός του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό). Συμφώνως προς τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο η «αλληλοδιαπίδυση» αυτών των δύο διαφορετικών παραδόσεων συνετελέσθη στο πλαίσιον της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, την οποίαν σταδιακώς διεπότισεν και τελικώς εχαρακτήρισε. Στο πλαίσιον αυτής της θεωρήσεως το Βυζάντιον ανάγεται σε κοιτίδα ζυμώσεως και διαμορφώσεως του ιδιαιτέρου χαρακτήρος, του νοουμένου ως «ελληνοχριστιανικού» νεοελληνικού πολιτισμού.
Στο συγγραφικόν του έργο εκάλυπτεν κυρίως ιστορικά θέματα, με υλικό συγκεντρωθέν από τα ταξίδια του στην Ευρώπη και στην Τουρκία. Το 1852 εδημοσίευσεν το σπουδαίον έργο του «Άσματα Δημοτικά της Ελλάδος. Εκδοθέντα μετά μελέτης ιστορικής περί Μεσαιωνικού Ελληνισμού». Στην εκτενή εισαγωγή του βιβλίου διετύπωσεν την άποψη περί ακαταλύτου ενότητος του Ελληνισμού από την αρχαιότητα μέχρι την σύγχρονο εποχή και εισηγήθη την «τριμερή» διαίρεση της ελληνικής ιστορίας (σε Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα), καθώς και ένα τριμερές σχήμα αφηγήσεως της ιστορίας του Έθνους: αρχαίος Ελληνισμός, μεσαιωνικός Ελληνισμός, νέος Ελληνισμός. Ανάλογον αντικείμενο είχε και το επόμενο (1857) μεγάλον έργο του «Βυζαντιναί Μελέται. Περί πηγών της Νεοελληνικής Εθνότητος από Η' άχρι Ι' εκατονταετηρίδος μ.Χ.». Με τα έργα του αυτά ο μεγάλος ιστοριογράφος ενέταξεν οργανικώς το Βυζάντιο, λογικώς και αποδειγμένως, σε μιαν απαρτιωμένη νέα θεώρηση της σχεδόν τετρακισχιλιετούς πορείας του Έθνους και της αδιασπάστου συνεχείας του πολιτισμού του, από την πρωτοϊστορίαν έως τον 19ον αιώνα.
Με το έργον του Ζαμπέλιου η ιχνηλάτηση, τεκμηρίωση και ανάδειξη της Ελληνικότητος του Βυζαντίου, υπήρξεν το πρώτον βήμα ανασκευής της θεωρίας του Φαλλμεράϋερ, καθώς απεδείχθη στερρώς, πως όχι μόνον δεν είχε σβήσει ολοσχερώς ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, αλλ’ αντιθέτως είχε μεταπλαστεί δυναμικώς και δημιουργικώς μετά την (κυρίως συγκρουσιακή) ευρεία χωροχρονική συνάντησή του με τον χριστιανισμό, η οποία συνετελέσθη κυρίως στο πλαίσιον της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Με τον Ζαμπέλιο ετέθησαν οι στέρεες βάσεις για την συγγραφή μιας συνολικής Εθνικής Ιστορίας, ικανής να αφηγηθεί το παρελθόν του Έθνους από τα πανάρχαια χρόνια έως και τον 19ον αιώνα.
Την ολοκλήρωση αυτού του μεγαλεπηβόλου έργου ανέλαβε και διεξεπεραίωσε ο Κωνσταντινοπολίτης Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο οποίος θεωρείται ο θεμελιωτής της «Ελληνικής Εθνικής Ιστοριογραφίας» (γνωστής και με τον όρον «Ελληνικός Ιστορισμός») και ήταν εκλεγμένος καθηγητής Ιστορίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο από το 1851. Ο Παπαρρηγόπουλος εξεκίνησε την συγγραφική του δράση στα 1843 με την μελέτη «Περί της εποικήσεως σλαβικών τινών φυλών εις την Πελοπόννησον». Η ανασκευή των θεωριών του Αυστριακού ιστορικού υπήρξεν ο αντικειμενικός σκοπός στον οποίο αφιέρωσε με πάθος την ευρυτάτη επιστημονική του δράση.
Στο περίφημο πεντάτομον έργο του «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των νεοτέρων», που εδημοσιεύθη από το 1860 έως το 1874, συνέλαβε και συνέγραψε μιαν εκτενεστάτη και λεπτομερή, συμπαγή αφήγηση, μια πραγματική συνολική Εθνική Ιστορία. Στο έργον του αυτό υιοθέτησε πλήρως την «τριμερή» περιοδολόγηση του Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου και την εχρησιμοποίησε ως μεθοδικό εργαλείο για την λεπτομερή αφήγηση της πορείας του Έθνους ανά τις χιλιετίες.
Οι προαναφερόμενοι πολυμαθείς «Διόσκουροι» της Εθνικής Ιστοριογραφίας έθεσαν τις ακλόνητες βάσεις περαιτέρω διαμορφώσεως της Εθνικής Ταυτότητος της μεταπελευθερωτικής νεοελληνικής κοινωνίας.
Το έργον τους δεν αφεώρα μόνον έναν κλειστό και περιορισμένο «κύκλον» ειδικών και ακαδημαϊκών. Απευθύνθησαν συνειδητώς στην κοινωνία της εποχής τους, με στόχον τους την τόνωση της Εθνικής Αυτογνωσίας και την πυκνή στοιχείωση της Εθνικής Συνειδήσεως.
Τα λαμπρά μαθήματα του Παπαρρηγόπουλου στο Πανεπιστήμιον εδημοσιεύθηκαν συχνάκις στο περιοδικόν «Πανδώρα» (του οποίου υπήρξεν συνεκδότης) αλλά και στον αθηναϊκό τύπο. Ανανόγως ελειτούργησεν και ο ζαμπέλειος όρος «ελληνοχριστιανικός», που παριστά μεν μεθοδολογική επινόηση για επιστημονικούς σκοπούς, αλλά δεν παρέμεινε ένα απλό αναλυτικόν εργαλείο των ειδικών. Με την εμφάνισή του, ακριβώς στο μέσον του 19ου αιώνος, ο εν λόγω όρος κατέστη το ικρίωμα επί του οποίου ανεπτύχθη και διεμορφώθη η ιδεολογία του νεοτέρου ελληνικού κράτους.
Με βάση την θεώρησή του εσχηματοποιήθη το περιεχόμενον της παιδείας, ερυθμίσθη ο προσανατολισμός των ιστορικών σπουδών και εκαθορίσθη η Λαογραφία ως μελέτη της παραδόσεως. Επιπλέον η εν πολλοίς νεφελώδης -έως την εποχή εκείνην- «Μεγάλη Ιδέα» απέκτησε πλέον «σάρκα και οστά». Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η οποία είχεν αναγορευθεί δικαίως σε πολιτισμική μήτρα του νεοτεύκτου ελληνικού κρατιδίου, απετέλεσεν το πρότυπο για την ευκταία εδαφική του επέκταση.

Αθανάσιος Κωνσταντίνου

ΠΗΓΗ