Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2015

Αριστοτελική προσέγγιση της δικαιοσύνης


Αριστοτελική προσέγγιση της δικαιοσύνης

Το έργο στο οποίον ο Αριστοτέλης ασχολήθηκε κατά κύριον λόγο με το ζήτημα της δικαιοσύνης είναι τα «Ηθικά Νικομάχεια», ωστόσον αναφορές σχετικά με αυτήν γίνονται και σε άλλα σπουδαία έργα του, όπως στα «Πολιτικά», τα «Ηθικά Μεγάλα» και τα «Ηθικά Ευδήμεια». Σε αντίθεση με τον Πλάτωνα ο Αριστοτέλης δεν προσπαθεί να ορίσει την δικαιοσύνη μέσα από την δημιουργία της ιδεατής πολιτείας, αλλά αποπειράται να την ορίσει εντός των πλαισίων των ήδη υπαρκτών πολιτευμάτων, τα οποία διακρίνει σε δύο μεγάλες κατηγορίες: Στα ορθά πολιτεύματα, στα οποία η εξουσία ασκείται προς το γενικό συμφέρον της πόλεως και στα παρεκβατικά πολιτεύματα, στα οποία η εξουσία εξυπηρετεί τα συμφέροντα εκείνου που την ασκεί.

 Με κριτήριο τον τρόπο ασκήσεως της εξουσίας, τα διακρίνει σε τρία είδη: την Βασιλεία ή Μοναρχία, την εξουσία δηλαδή του ενός.Tην Αριστοκρατία, την εξουσία δηλαδή των ολίγων αρίστων και την Πολιτεία, την δημοκρατική εκείνη εξουσία που πηγάζει από το λαό και αποσκοπεί στο συμφέρον του ίδιου. Τα παρεκβατικά τους αντίστοιχα είναι: Tης Βασιλείας η Τυραννίς, η εξουσία της οποίας αποβλέπει στο συμφέρον του μονάρχη.Tης Αριστοκρατίας η Ολιγαρχία, που αποσκοπεί στο συμφέρον των oλίγων και της Πολιτείας η Δημοκρατία, η αλλιώς η οχλοκρατία που αποβλέπει στο συμφέρον των πολλών απόρων.

Ο μέγας Σταγειρίτης αποκαλύπτει τις σχέσεις της δικαιοσύνης με την πόλη -κράτος, την κοινωνία και τις πολιτικές αρχές, μέσα από μιαν απόλυτα πραγματιστική προσέγγιση. Για τον Αριστοτέλη, η δικαιοσύνη αντανακλάται στην εξωτερική συμπεριφορά του ατόμου αλλά και στην καθημερινή ζωή. Αποδίδει στην έννοια της δικαιοσύνης μια φύση δισυπόστατη: ως εσωτερικής–ηθικής και ως εξωτερικής-υλικής. Η πρώτη διαμορφώνεται σε ιδεατό επίπεδο και παριστά την απόλυτη ισότητα των μελών της Πολιτείας της Λαϊκής Κοινότητας. Η δεύτερη αφορά στην καθημερινότητά της, στην οικονομική και πολιτική της ζωή. Συνεπώς η κλιμακωτή άμβλυνση της όποιας κοινωνικής ανισότητος και η επίτευξη του συλλογικού «ευ ζην» αποτελούν τους απώτερους στόχους της δικαιοσύνης.

Ο Αριστοτέλης αποδοκίμασε τον ανταποδοτικό χαρακτήρα της δικαιοσύνης, με σαφείς αναφορές του, τόσον στα «Ηθικά Νικομάχεια», [… ὥσπερ ο Πυθαγόρειοι φασαν: ρίζοντο γρ πλς τὸ δίκαιον τ ντιπεπονθς λλ. τ δ᾿ ντιπεπονθς οκ φαρμόττει οτ᾿ π τ νεμητικν δίκαιον οτ᾿ π τὸ διορθωτικόν--καίτοι βούλονταί γε τοτο λέγειν κα τὸ ̔Ραδαμάνθυος δίκαιον: ε κε πάθοι τά τ᾿ ρεξε, δίκη κ᾿ θεα γένοιτο’]όσον και στα «Μεγάλα Ηθικά» [διαφέρει δε τιμωρία και κόλασις, η μεν γαρ κόλασις του πάσχοντος ενεκα εστίν, η δε τιμωρία του ποιούντος, ίνα αποπληρωθή].

Πέραν όμως της αποδοκιμασίας του στην ανταποδοτική περί δικαίου αντίληψη που εκφράζει ο Ραδάμανθυς, ο Σταγειρίτης προβαίνει και στην διάκριση των ποινών μεταξύ τιμωρίας και κολασμού: Η τιμωρία (τιμώ & ορώ) σηματοδοτεί το δικαίωμα και την υποχρέωση της πόλεως να αποκαταστήσει η ίδια την τιμή του προσβληθέντος θύματος. Η έννοια του κολασμού («κόλασις») αφορά την τιμωρία του δράστου για το αδίκημα που διέπραξε, ενώ η θανατική ποινή οριζόταν ως «ζημία» και προεβλέπετο για συγκεκριμένα πολιτικά και ποινικά αδικήματα, («θανάτω ζημιούν»), όπως η μητροκτονία, η πατροκτονία, η ατιμία και οι παραβιάσεις των ιερών νόμων (βλέπε «Θανάτω ζημιούν, Contribution a l’ etude du droit criminel athenien a l’ époque classique», Στρασβούργο 1978, Φαρσεδάκης Ιάκωβος).

Στο αττικό δίκαιο, η ποινή αναφέρεται στην οικονομική αποζημίωση, την οποίαν επλήρωνε ο δράστης ανθρωποκτονίας στους συγγενείς του θύματος. Ο σκοπός της ποινής ήταν διττός: η έναρξη της διαδικασίας της συν-χωρέσεως του δράστη από την πλευρά των συγγενών του θύματος («αίδεσις») και συνάμα η από την πλευρά τους απόσυρση από την αντεκδίκηση.

Υπάρχουν επιπλέον αναφορές του Αριστοτέλους παρεμφερείς με την δικαιοσύνη, όπως η ανάληψη της ευθύνης από την πλευρά του δράστη, η έκφραση συγγνώμης και η κάθαρση ως αναγκαίες προϋποθέσεις της επανορθωτικής διαδικασίας, η διάκριση σε εκούσια και ακούσια αδικήματα, καθώς επίσης και η έννοια της επιείκειας. Με μιαν ευρεία προσέγγιση, ο Αριστοτέλης θεωρεί την επανορθωτική δικαιοσύνη ως εξαίρετη μορφή κοινωνικής δικαιοσύνης, εφαρμοζόμενη στην καθημερινή ζωή και στοχεύουσα στην άμβλυνση των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων. Ο προεξάρχων ρόλος της πόλεως κράτους στην διαμόρφωση και στην προστασία των νόμων είναι εξόχως καθοριστικός και εν μέρει προεξαγγελτικός του κοινοτικού προτύπου δικαιοσύνης («community justice»), όπως αυτό ισχύει σήμερα.

Η δικαιοσύνη σύμφωνα με τον Αριστοτέλη αποτελεί έξη, η οποία αποκτάται έπειτα από επίπονη πρακτική άσκηση και θεωρητική διδασκαλία, πηγάζει δε από την εσωτερική διάθεση της ψυχής να επιθυμεί να πράττει πάντα το δίκαιο. (Ηθικά Νικομάχεια 1129a). Ως δίκαια θεωρεί όλα αυτά που παράγουν αλλά και διαφυλάσσουν την ευδαιμονία μέσα στην πολιτική κοινωνία. Επίσης δίκαιος είναι αυτός ο οποίος σέβεται τον «ισοπλουτισμό», το ισομοίρασμα των αγαθών, «τὸ μὲν δίκαιον άρα το νόμιμον και ίσον». (Ηθικά Νικομάχεια 1129b).

Πέραν αυτών όμως προχωρά σε πλέον λεπτομερείς και αναλυτικές προσεγγίσεις της δικαιοσύνης, σύμφωνα με τις οποίες μια πράξη για να χαρακτηριστεί δίκαια ή άδικη πρέπει να είναι εκούσια και όχι ακούσια, αλλά επίσης να έχει και προαιρετικό χαρακτήρα. Συνεπώς μια δίκαιη ή άδικη πράξη δεν ημπορεί να είναι προϊόν επιβολής εξωτερικών παραγόντων, είτε χωρίς τη θέληση του ατόμου που την ασκεί, παρά προϊόν προαίρεσης ως προσωπικής επιλογής του και ως αποτέλεσμα λογικής διεργασίας.

Ακολούθως, άδικος είναι κάποιος που αδικεί από πρόθεση και όχι από άγνοια, οπότε έτσι καταγράφεται ένας ξεκάθαρος διαχωρισμός μεταξύ εκουσίου και ακουσίου αδικήματος. 

Κατακριτέο λοιπόν είναι μόνον εκείνο το αδίκημα που πραγματοποιείται με την θέληση μας, σε κάθε άλλη περίπτωση αυτό θεωρείται καθαρά συμπτωματικό. Με γνώμονα τα ανωτέρω ο φιλόσοφος προβαίνει σε μια σημαντικότατη επισήμανση αναφορικά με το άδικο και το αδίκημα. Άδικο θεωρείται κάτι πριν γίνει πράξη, για να θεωρηθεί αδίκημα θα πρέπει να έχει προηγηθεί πράξη και μάλιστα εκούσια, αλλιώς παραμένει άδικο. (Ηθικά Νικομάχεια 1135a)
Ο Αριστοτέλης θεωρεί το δίκαιο ως το ύψιστο πολιτικό αγαθό, το οποίον συνιστάται στο κοινό συμφέρον (Πολιτικά 1282 b). Σε αντίθεση με τον ολοσχερώς αριστοκρατικό Σωκράτη υποστηρίζει το δικαίωμα διεκδικήσεως της εξουσίας από όλες τις τάξεις, μη δεχόμενος αμφισβητήσεις περί των πολιτικών αξιωμάτων εξ’ αιτίας της οποιασδήποτε ανισότητος, μιας και η ανεπάρκεια ενός συγκεκριμένου αγαθού σε κάποιον, ημπορεί κάλλιστα να ισοσταθμιστεί (αν όχι να υπερκεραστεί) από την υπεροχή του σε κάποιο άλλο. Παρόλο αυτά, ενώ η πόλη χρειάζεται μεν όλους τους πολίτες απαραιτήτως, για να διατηρήσει και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της «πολλότητος» που οφείλει να την διακρίνει, το ίδιο απαραιτήτως χρειάζεται την δικαιοσύνη και την πολιτική αρετή, διότι ούτε πόλη υπάρχει χωρίς πολίτες, ούτε όμως και σωστή διακυβέρνηση δίχως τα παραπάνω. (Πολιτικά 1283a).

Βεβαίως ο Αριστοτέλης δεν παραβλέπει το γεγονός ότι εξαιτίας της σχετικότητας των πολιτευμάτων δεν είναι δυνατόν να ταυτίζονται οπωσδήποτε οι έννοιες «αγαθός ανήρ» και «σπουδαίος πολίτης» (Ηθικά Νικομάχεια 1130b). Ωστόσον αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι ιδανική πόλη είναι εκείνη που μπορεί να συγκεράσει τις παραπάνω έννοιες δίχως τον κίνδυνο αντίφασης η ασυμβατότητας. Συνεπώς οι αρχές της πολιτικής συνύπαρξης υπόκεινται στις αρχές της ηθικής.

Ασφαλώς το μέσον για την πραγμάτωση όλων αυτών είναι η παιδεία, η οποία επιφορτίζεται το τιτάνιο έργο της προετοιμασίας των πολιτών, έχουσα ως βασικό εργαλείο της εκπαιδεύσεως των νέων τον «εθισμό», απαραίτητο προϋπόθεση για την απόκτησης συνείδησης δικαίου.

Ο Αριστοτέλης επηρεασμένος ων από την Σωκρατική διδασκαλία περί δικαιοσύνης, την εντάσσει στο σύστημα αξιών που έχουν την μεσότητα ως κοινό παρανομαστή τους. Συνεπώς οι αρετές αυτές (ανδρεία, τιμιότης, φιλία και η κορυφαία αυτών δικαιοσύνη) ορίζονται ως το μέσον ανάμεσα σε δύο κακές ακρότητες, την υπερβολή και την έλλειψη. Η ηθική αρετή είναι πράξη και συναίσθημα με «μέσον», ενώ η κακία είναι πράξη με «πλείον» ή «έλαττον».

Επ’ ουδενί λόγω όμως ως μέσον δεν πρέπει να λογιστεί εδώ ο μέσος όρος, μιας και αποτελεί ηθική «ακρότητα» πολύ δύσκολη να πραγματωθεί. Επίσης πρέπει να δοθεί μείζων προσοχή στο γεγονός ότι αυτή η μεσότης είναι σχετική προς εμάς τους ίδιους και όχι ίδια για όλους, διαφέρουσα ως προς τα άτομα και τις περιστάσεις, γεγονός που καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την επίτευξή της. Στην πραγματικότητα η επίτευξη του ηθικού μέσου πραγματώνεται μόνον υπό την προϋπόθεση της γνώσεως του ηθικού αγαθού.

Αναφορικά με την γνώση αυτή, ο Αριστοτέλης διαφωνεί με την θεϊκή προέλευση που της αποδίδει ο Πλάτων (Πολιτεία 493a). Αντιθέτως πιστεύει ότι αυτή μπορεί να επιτευχθεί μέσα από τον λεγόμενο «θεωρητικό βίο», εκείνον δηλαδή της συνεχούς εξασκήσεως της θεωρητικής γνώσεως. Ο βίος αυτός υιοθετείται από κάποιον άνθρωπο απολύτως αυτάρκη, ο οποίος ημπορεί να ζήσει δίχως «ανάγκη φίλων» και ο οποίος μέσα από την κατοχή της γνώσεως που του προσφέρει η δραστηριότης της θεωρίας δύναται να απολαύσει την ηδονή, την ύψιστη δυνατή ευδαιμονία που τον φέρει σε γειτονία με τις δυνατότητες του ίδιου του θεού. Απαλλαγμένη από ηθικές έξεις, δίχως να υπόκειται στην τύχη και χωρίς ανάγκη για κάποια ανάπαυλα, η θεωρία αποτελεί την πλέον ευχάριστη ενασχόληση για το ανθρώπινο ον. Άλλωστε, καταλήγει ο Αριστοτέλης, η θεωρία αναφέρεται στα αιώνια όντα και όχι στα επισφαλή ανθρώπινα πράγματα.
Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να εξετάσουμε ένα μείζον θέμα που εμπίπτει στην αμφιμονοσήμαντη σχέση πολιτικής και ηθικής στην αρχαιοελληνική σκέψη.

Εμφανώς η ηθική του φιλοσόφου είναι βασισμένη στον ακρογωνιαίο λίθο της ευδαιμονίας η οποία αποτελεί σκοπό της ανθρώπινης ζωής. Ο Αριστοτέλης έχει κατανοήσει, ότι σκοπός της ανθρωπίνης υπάρξεως αλλά και της ίδιας της πόλεως δεν είναι μόνον το «ζην» αλλά το «ευ ζην», θεωρεί δε την ευδαιμονία του πολίτη ως κύριο στόχο της λειτουργίας της πόλεως. Ο Αριστοτέλης λειτουργεί επαγωγικά και βασιζόμενος σε υπαρκτά συστατικά της κοινωνίας συνθέτει αυτήν την ιδανική κατ’ αυτόν πολιτεία. Οι έννοιες της δικαιοσύνης, της παιδείας και του κοινού συμφέροντος είναι σαφώς παρούσες στην σκέψη του φιλοσόφου, καθώς και η απαίτηση για ηθική αρετή, τόσον των αρχόντων όσον και των λοιπών πολιτών.

Ο Αριστοτέλης αποδέχεται μια διαίρεση σε ψυχολογικό επίπεδο η οποία και αντανακλά τις βασικές ιδέες της πολιτικής του θεωρίας: Η ψυχή συνίσταται από δύο διαφορετικά μέρη το «άρχον» και το «αρχόμενο», μέρη αντίστοιχα των συστατικών των κοινωνιών τις οποίες εξετάζει ο φιλόσοφος. Στον στοχασμό του ημπορεί κάποιος να διακρίνει στοιχεία αναφορικά προς το δίκαιο και την δικαιοσύνη, αλλά και σχετικά με την οργάνωση της κοινωνίας.

Η αριστοτέλεια δικαιοσύνη ορίζεται ως ένα αγαθό το οποίον δεν στοχεύει στην ευδαιμονία του προσώπου που την ασκεί, αλλά στον «έτερο», στον άλλον άνθρωπο. O Αριστοτέλης διακρίνει την δικαιοσύνη σε τρία είδη: το διανεμητικό δίκαιον, το διορθωτικό δίκαιον και το δίκαιον της αμοιβαιότητος.

Στην διανεμητική δικαιοσύνη η διανομή γίνεται με «γεωμετρική» αντιστοίχιση και αναλογία, δηλαδή με βάση την αποδεκτή και «μετρητή» κατά τα κοινωνικά πρότυπα αξία του προσώπου. Αντίθετα στην επανορθωτική - διορθωτική δικαιοσύνη δεν λαμβάνεται υπόψη η αξία του ατόμου, αλλά η αφηρημένη δικαιολογητική αρχή σύμφωνα με την οποία όλα τα άτομα της Κοινότητος είναι ίσα μεταξύ τους. Η δικαιοσύνη της αμοιβαιότητος είναι ανεξάρτητη από τις δύο προηγούμενες, διότι ενώ εκείνες απονέμονται από τα όργανα της δικαστικής εξουσίας, η διανεμητική δικαιοσύνη εδράζεται και οφείλεται στην ελεύθερη βούληση των μελών της Λαϊκής Κοινότητος και είναι ιδιαιτέρως σημαντική, αφού αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της ενότητός της, καθώς και της ευρύθμου κοινωνικής λειτουργίας, όταν αποδίδεται με ανάλογο μέτρο.

Στην συνέχεια ο Αριστοτέλης προχωρεί και στην διάκριση γενικής-ειδικής αδικίας και δικαιοσύνης από την νομική πραγματικότητα της αθηναϊκής Πολιτείας. Τα αγαθά στα οποία αναφέρεται η ειδική δικαιοσύνη είναι εκείνα που γενικώς «εξασφαλίζουν» την ευτυχία, τα υλικά αγαθά, (όπως αξίωμα, περιουσία, ζωή ή σωματική ασφάλεια), δηλαδή αγαθά καθοριζόμενα και περιορισμένα ποσοτικώς, επομένως επιδεκτικά κατανομής, άραγε αντικείμενα ανταγωνισμού μεταξύ των ανθρώπων.

Αντιθέτως η γενική δικαιοσύνη αναφέρεται στα υπάρχοντα εν αφθονία αγαθά, για την απόκτηση των οποίων δεν προκαλούνται διαμάχες, όπως η γνώση, η ενάρετη πράξη, η προσφορά υπηρεσιών, η τεκνοποίηση κ.ο.κ. Συνολικώς η διαφορά μεταξύ της γενικής και της ειδικής δικαιοσύνης επικεντρώνεται σε τέσσαρα συγκεκριμένα κυρίαρχα σημεία: πηγή, φύση, αιτιολογική βάση και αντικείμενο. Η γενική δικαιοσύνη ταυτίζεται με το κατά την Πολιτεία «νόμιμο», οφείλεται σε ηθικά κίνητρα, συμπίπτει με την γενική αρετή, περικλείει δε το ποινικό δίκαιο και την ποινική δικονομία. Η ειδική δικαιοσύνη αναφέρεται στο «ίσον» των πολιτών, των προσκτήσεων και των απολαβών τους, αποτελεί ιδιαιτέρα αρετή, οφείλεται στην «πλεονεξία», ενώ καλύπτει το ιδιωτικό (αστικό) δίκαιο και την πολιτική δικονομία.

Σχετικώς με το διανεμητικό δίκαιο οφείλουμε να εξετάσουμε το υποκείμενο, το αντικείμενο και το κριτήριον αυτού του είδους δικαιοσύνης. Υποκείμενο του διανεμητικού δικαίου είναι οι πολίτες (δηλαδή οι «κοινωνούντες» της Πολιτείας). Επομένως εξαιρούνται -προκειμένου για την αθηναϊκή Πολιτεία που έχει κατά νουν ο Αριστοτέλης- εκτός από τις γυναίκες, τα παιδιά και τους δούλους, οι ξένοι, οι μέτοικοι και κάθε άλλος που δεν έχει δικαίωμα να λέγεται πολίτης ή ο οποίος έχει εκπέσει αυτού του δικαιώματος. Τα υπαγόμενα στο διανεμητικό δίκαιο αγαθά ανήκουν στο δημόσιο ή σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (εταιρείες, ενώσεις, σύλλογοι), είναι δε οικονομικά, πολιτικά (αξιώματα) ή γενικά κοινωνικά (τιμές, τίτλοι κ.α.)

Ο μέγας Σταγειρίτης μας καθοδηγεί για το γενικό συνολικό καλό, και υποδεικνύει πως ενίοτε είναι απαραίτητο η προτεραιότητα της Πολιτείας να δίδεται στην ίδια την Πολιτεία και όχι χωριστά στον πολίτη. Κάτι τέτοιο έχει ως ευεργετικό αποτέλεσμα την καλύτερη οργάνωση της κοινωνίας και την αποτελεσματικότερη λειτουργία της με αξιοκρατικούς θεσμούς, καθώς όλοι εργάζονται συνειδητά πρώτον επ’ ωφελεία του συνόλου και κατόπιν για ίδιον αυτών όφελος. Όταν συμβαίνει πράγματι αυτό, στο Εθνικό – Λαϊκό «Κράτος Δικαίου», είμαστε απολύτως βέβαιοι ότι δεν παραβλάπτεται κανένα από τα δικαιώματα του πολίτη και ότι η ωφέλεια του συνόλου της Λαϊκής Κοινότητος είναι υπεράνω οιασδήποτε προσωπικής ή ομαδικής αξιώσεως και φιλοδοξίας, ώστε η Πολιτεία διασώζεται από την ανομία του όχλου αλλά συνάμα δεν κινδυνεύει να εκπέσει σε ένα εκ των δύο παρεκβατικών πολιτευμάτων, την τυραννία ή την ολιγαρχία.

Δημήτρης Κ. Τζεμπετζής