Σελίδες

Κυριακή 5 Απριλίου 2020

Via Dolorosa Europae Orientalis (Μέρος 2)

Κατά την «Διάσκεψη της Γιάλτας» ο πόλεμος όδευε προς το τέλος του, καθώς ο Ερυθρός Στρατός απείχεν μόλις 100 χλμ. από το Βερολίνο και η κατάρρευση της Γερμανίας ήταν ζήτημα χρόνου. Οι Βρετανοί ήθελαν να περισώσουν την προπολεμική ουδετέρα «υγειονομική» ζώνη γύρω από την ΕΣΣΔ, ενώ οι ΗΠΑ εστίαζαν στην Ιαπωνία και στον Ειρηνικόν Ωκεανό, καθώς και στην είσοδον της ΕΣΣΔ στον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας. Συνεπώς στην Διάσκεψη: Απεφασίσθη η «εκμηδένιση του γερμανικού μιλιταρισμού και ναζισμού, για να μην ημπορέσει πάλιν η Γερμανία να απειλήσει την παγκόσμια ειρήνη» - Επισημοποιήθη η πρόθεση δημιουργίας του Ο.Η.Ε. - Τέλος, απεφασίσθησαν οι ζώνες κατοχής του γερμανικού κράτους και εκλήθηκε και η Γαλλία να καταλάβει μιαν από αυτές.
[Σημειωτέον ότι το «ελληνικόν ζήτημα» δεν απησχόλησε διόλου την Διάσκεψη της Γιάλτας. Τέτοιο θέμα δεν υπήρχε, καν, στην ημερησία διάταξη των εργασιών. Στο περιθώριόν τους, στις 8/2/1945 ο Στάλιν ερώτησεν τον Τσώρτσιλ να τον πληροφορήσει τι συνέβαινε στην Ελλάδα, κάτι που επιβεβαιώνεται καθώς ο Βρετανός έστειλεν στον Σοβιετικό, μίαν ημέρα μετά υπόμνημα πληροφοριακού χαρακτήρος για τις ελληνικές εξελίξεις («Η αλληλογραφία Στάλιν - Τσώρτσιλ - Ρούσβελτ - Τρούμαν - Άτλι», εκδόσεις «Μέλισσα», τόμος Β’, αριθ. εγγράφου 405, σελίδα 360)].
Η στάση του Ρούζβελτ έναντι της Βρετανία χαρακτηρίζεται επιεικώς περίεργη. Επίστευεν ότι με τον.... «δημοκρατικό» Στάλιν ημπορούσαν να λάβουν από κοινού αποφάσεις μείζονος σημασίας, αλλ’ όχι με τον Τσώρτσιλ, που ήταν συντηρητικός έως αναχρονιστικός, «ένας φανατικός αντικομμουνιστής αποικιοκράτης, προσηλωμένος στην Μοναρχία». Η Βρετανική Αυτοκρατορία, απετέλει την πεμπτουσία της παγκοσμίου καταπιέσεως και ύστερα από τον Πόλεμον έπρεπε να χαθεί. Επίσης ο Ρούζβελτ περιεφρόνησε απόψεις ανθρώπων που εγνώριζαν άριστα πράγματα και καταστάσεις, όπως ο στρατιωτικός ακόλουθος των ΗΠΑ στη Μόσχα, που του είπε δίχως προσχήματα πως «μια πιθανή συμμαχία ΗΠΑ - Μπολσεβίκων είναι τουλάχιστον περίεργη». [Ρεϊμόν Καρτιέ, «Ιστορία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου», τ. Β', Πάπυρος, Αθήνα, 1964. - Τζων Ράσσελ Ντιν (John Russell Deane), «The strange alliance; the story of our efforts at wartime cooperation with Russia» εκδόσεις The Viking Press, 1947, Νέα Υόρκη]. Ο Στάλιν εζήτησεν επειγόντως και «εξεμαίευσεν» ένα δεύτερο αντιαξονικό μέτωπο στην Ευρώπη, διότι αυτό της Ιταλίας δεν τον ικανοποίησεν επαρκώς. Επιπλέον, έλαβεν την διαβεβαίωση ότι οι κομμουνιστές αντάρτες της Γιουγκοσλαβίας θα υποστηριχθούν αδρώς και ότι η ΕΣΣΔ θα έχει εκεί την πρωτοκαθεδρία.
Υπήρξεν και άλλη μεταξύ των Συμμάχων Διάσκεψη προ της Γιάλτας, εκείνη της Μόσχας, γνωστή και ως «Διάσκεψη του Τολστόϊ» λόγω του κωδικού της ονόματος, που έλαβεν χώρα στη Μόσχα από τις 9 Οκτωβρίου έως τις 19 Οκτωβρίου του 1944. Αντιπρόσωποι της ΕΣΣΔ ήσαν ο Στάλιν και ο Σοβιετικός Υπουργός Εξωτερικών Βιάτσεσλαβ Μιχαήλοβιτς Μολότωφ. Αντιπρόσωποι της Βρετανίας ήσαν ο πρωθυπουργός Τσώρτσιλ και ο Υπουργός Εξωτερικών Άντονυ Ήντεν. Παρόντες ήσαν επίσης ο Βρετανός Γενικός Αρχηγός των Επιτελείων Στρατάρχης σερ Άλαν Μπρουκ, ο πρέσβης των ΗΠΑ, Άβερελ Χάριμαν, και ο Αμερικανός Στρατηγός Τζων Ράσσελ Ντιν, (ως παρατηρητές - αντιπρόσωποι των ΗΠΑ). Επίσης συμμετείχαν και εκπρόσωποι της «Εξόριστης κυβέρνησης της Πολωνίας» (με έδρα τους το Λονδίνο) και εκπρόσωποι της κομμουνιστικής «Πολωνικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης» με έδρα το Λούμπλιν!
Τα θέματα της διασκέψεως ήσαν η είσοδος της Σοβιετικής Ενώσεως στον πόλεμον κατά της Ιαπωνίας, η μεταπολεμική διαίρεση των Βαλκανίων και τα ποσοστά επιρροής ΕΣΣΔ-Ηνωμένου Βασιλείου με την μυστική «Συμφωνία των Ποσοστών», καθώς και το μέλλον της Πολωνίας. Οι Βρετανοί συνεφώνησαν να επιστρέψουν στους Σοβιετικούς τους πρώην Σοβιετικούς πολίτες που απελευθέρωσαν από τους Γερμανούς, χωρίς καμίαν εξαίρεση.
Ο Τσώρτσιλ προέτεινε να έχει η ΕΣΣΔ 90% επιρροή στην Ρουμανία και 75% στην Βουλγαρία, ενώ η Βρετανία να έχει 90% επιρροή στην Πατρίδα μας. Επίσης στις Ουγγαρία και Γιουγκοσλαβία να έχουν 50% επιρροή αμφότεροι. Η συμφωνία επεκύρωνε την ήδη υπάρχουσα κατάσταση στη Ανατολική Ευρώπη, κατεχομένη κατά το πλείστον από τα Σοβιετικά στρατεύματα.
Η Βρετανία ως ναυτική δύναμη ενδιεφέρεο γεωστρατηγικώς για την Ελλάδα ενώ δεν ηδύνατο να ελέγξει στρατιωτικώς την βαλκανική ενδοχώρα. Αντιστρόφως, η ΕΣΣΔ ενδιεφέρετο περισσότερον για τον έλεγχον των «εσωτερικών» βαλκανικών χωρών, αναγκαίων για την περιφερική της ασφάλεια. Οι δύο χώρες, με ψυχράν αντίληψη των ορίων τους και πειθαρχημένο αυτοπεριορισμόν επιτεύξεως των επιδιώξεων τους, αντεμετώπισαν με απάνθρωπο κυνισμό τους λαούς της περιοχής. [Όρα και Albert Resis «The Churchill-Stalin Secret “Percentages” Agreement on the Balkans, Moscow, October 1944», (στο «The American Historical Review», Τόμος 83 - Τεύχος 2, Απρίλιος, σελίδες 368-397, 1978)- Joseph M. Siracusa «The Meaning of TOLSTOY: Churchill, Stalin, and the Balkans Moscow, October 1944» (στο «Diplomatic History», Τόμος 3 - Τεύχος 4, Οκτώβριος, σελίδες 443-463 , 1979).]
Είναι αναγκαίον να διευκρινισθεί ότι η «επίσημος» εκδοχή αποδεικνύεται εντελώς εσφαλμένη και παραπλανητική για το τι συνέβη πράγματι. Η αλήθεια είναι ότι οι Ρούσβελτ και Στάλιν, αφού κατεκερμάτισαν την Ευρώπη περισσότερον πάσης καθαρώς στρατιωτικής απαιτήσεως, εχώρισαν τα λάφυρα με ληστρικόν τρόπο σε δύο ολίγον έως πολύ ισοδύναμα μέρη, προσαρτώντες αυτά ως εξηρτημένες υποτακτικές δομές. Το ένα μέρος απερροφήθη στο φιλελεύθερο σύστημα και το άλλο στο σοσιαλκομμουνιστικό σύστημα της Παγκοσμίου Αυτοκρατορίας του Κεφαλαίου, βάσει μιας μεταξύ τους μυστικής συμφωνίας από το 1943. Απόδειξη περί αυτού δίδεται από τον Pierre Virion, (Ο Virion εγεννήθη στο Παρίσι το 1899 και απέθανεν εκεί το 1988. Υπήρξεν αντιοικουμενιστής δημοσιογράφος και συγγραφεύς. Ανήκε στο αντιφιλελεύθερο και αντεπαναστατικό ρεύμα σκέψης) ο οποίος αναφέρει στο βιβλίον του, με τίτλο « Bientot un gouvernement mondial ? Une super et contre-eglise», (εκδόσεις Saint-Michel, Saint-Céneré, Maienne, 1967), ένα μυστικόν έγγραφο της 20ης Φεβρουαρίου του 1943, που εστάλη από τον Ρούζβελτ στον Michael Zabrousky, Πρόεδρον του «Νέου Συμβουλίου του Ισραήλ», καθώς και …. συνεργάτη του Στάλιν (!), ώστε ο Zabrousky να μεταφέρει με αυτό συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις στον Στάλιν σχετικώς με την κατανομή του κόσμου που θα ισχύσει όταν λήξει ο πόλεμος.
Στην επιστολήν αυτήν, (η οποία εκοινοποιήθη στην εφημερίδα «Le Figaro», στις 7 Φεβρουαρίου 1951), μεταξύ άλλων εγράφετο πως θα κανονισθεί μια πρόσβαση της ΕΣΣΔ στην Μεσόγειο και θα υπάρξει ανταπόκριση στις επιθυμίες της σχετικώς με την Φινλανδία και την Βαλτική, ενώ από την Πολωνία θα απαιτηθεί μια συνετή στάση, κατανοήσεως και ενδαμέσου «συμβιβασμού». Ο Στάλιν θα ημπορούσε να καλλιεργήσει ένα ευρύ φάσμα επεκτάσεως προς τις μικρές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και να ανακτήσει πλήρως τα εδάφη που είχαν αποσχισθεί προσωρινώς από την μεγάλη Ρωσία.
Αλλά, πρωτίστως, θα εξαφανισθεί ο «γερμανικός κίνδυνος», ώστε μετά τον κατακερματισμό του τρίτου Ράϊχ και την ενσωμάτωση των τμημάτων του, θα εκλείψει οριστικώς ως απειλή για την Ευρώπη, την ΕΣΣΔ και ολόκληρον τον κόσμο. Για την Ασία, ο Ρούζβελτ συνεφώνει με τις απαιτήσεις του Στάλιν «πλην περαιτέρω επιπλοκών». Όσον αφορά στην Αφρική, η επιστολή επεδίωκε να διασαφηνισθούν οι σκοποί της ΕΣΣΔ, δηλώνουσα πως οι ΗΠΑ θα συμμετέχουν στο εκεί παίγνιον ισχύος, διατηρούσες το δικαίωμα της κατακτήσεως, ενώ θα απαιτήσουν αναγκαστικώς κάποια στρατηγικά σημεία, ζωτικά για την σφαίραν επιρροής τους.
Με τον Ερυθρό Στρατό ελέγχοντα τα εδάφη τα εκτεινόμενα από την Μόσχα έως το Βερολίνο και λαμβανομένων υπ’ όψη των ιμπεριαλιστικών σχεδίων του Στάλιν, το μελλοντικόν της καθεστώς ως «συνδεδεμένης περιοχής» της Σοβιετικής Ενώσεως ήταν ήδη ένα προειλημμένο συμπέρασμα, παρ’ όλον που ο Στάλιν συνυπέγραψε μια «Διακήρυξη για την Απελευθερωμένη Ευρώπη» (!), υποσχόμενος με άμετρον θράσος «ελεύθερες εκλογές σε όλα τα απελευθερωμένα εδάφη». Η Διάσκεψη του Πότσνταμ «ενομιμοποίησε» τα σοβιετικά εδαφικά κέρδη και όρισε (προσωρινώς) τα πολωνικά δυτικά σύνορα, υπό επιφύλαξη.
Ο Ρούσβελτ επέμενε να περιορίσει το δυτικόν εδαφικόν όριον της Πολωνίας στον ανατολικόν και όχι στον δυτικόν ποταμό Νάϊσσε, πράγμα που θα διετήρει τον γερμανικόν έλεγχον επί του τέως Μπρεσλάου και νυν Βρότσλαφ. Ο Στάλιν δεν ενέδωσε στα αιτήματα του Ρούσβελτ, παρέχων μάλιστα έτσι με την «ρωμαλέα του άρνηση» σημαντικά δεδομένα στους Πολωνούς κομμουνιστές για την παροξυντική προπαγάνδα τους εναντίον της Δύσεως.
Λαμβανομένου υπ΄όψη ότι, ο Ρούσβελτ συνεφώνησε τόσον ταχέως για την προσάρτηση του 40% περίπου της πολωνικής επικρατείας στην Σοβιετικήν Ένωση, δεν είναι σαφές γιατί ήταν τόσον αντίθετος με την παροχήν της στενής λωρίδος γης μεταξύ δυτικού και ανατολικού Νάϊσσε. Το κακόηθες και ειρωνικό σχόλιον του Τσώρτσιλ στην Γιάλτα ότι «θα ήταν κρίμα να γεμίσουμε την πολωνική χήνα τόση πολλή γερμανική τροφή ώστε να πάθει δυσπεψία», δεν ημπορεί βεβαίως να ληφθεί υπ’ όψη, δεδομένου ότι τελικώς οι Γερμανοί εξηναγκάσθησαν να εγκαταλείψουν αυτές τις περιοχές. Στην θέση τους μετεκινήθησαν περίπου δύο εκατομμύρια Πολωνοί από πολωνικά εδάφη που προσηρτήθησαν στην Σοβιετικήν Ένωση.
Όλα τα προπολεμικά γερμανικά εδάφη ανατολικώς της νοητής «Γραμμής Όντερ-Νάϊσσε» και εντός των γερμανικών συνόρων του 1937, τα οποία περιλάμβαναν σχεδόν το ένα τέταρτον (23.8 τοις εκατό) των εδαφών της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης – ήλλαξαν κάτοχον στο πλαίσιον των συνοριακών αλλαγών που συνεφωνήθηκαν μεταξύ Σοβιετικών, Αμερικανών και Βρεατανών κατά την Διάσκεψη του Πότσνταμ. Τα περισσότερα από αυτά τα εδάφη παρεχωρήθησαν στην «σοσιαλιστική» Πολωνία. Το υπόλοιπον των κατακτηθέντων εδαφών, αποτελούμενον από τη βόρειο Ανατολικήν Πρωσία με την γερμανική πόλη του Καίνιξμπεργκ (νυν Καλίνινγκραντ)…. «παρεχωρήθη» στην Σοβιετικήν Ένωση (και ανήκει σήμερον στην Ρωσία). Το πλείστον μέρος του γερμανικού πληθυσμού, (περίπου 12 εκατομμύρια άτομα κατά το φθινόπωρον του 1944) διέφυγαν ή όπως προανεφέρθη εξηναγκάσθησαν να φύγουν. [Η «γραμμή Όντερ-Νάϊσσε» αποτελεί την βάση του συνόρου Γερμανίας και Πολωνίας. Ακολουθεί την πορείαν των ποταμών Όντερ και Λουσατιανού Νάϊσσε και συναντάται με την Βαλτικήν Θάλασσα στον Βορρά, δυτικώς των λιμένων Στσέτσιν (τέως γερμανικού Στέττιν) και Σβινούστσιε (τέως γερμανικού Σβινεμύντε).]
Η γραμμή Όντερ-Νάϊσσε όριζεν τα σύνορα Ανατολικής («Λαοκρατικής») Γερμανίας και Πολωνίας από το 1950 έως το 1990. Η κομμουνιστική Ανατολική Γερμανία συνεφώνησε προθύμως στο συνοριακόν ζήτημα με την κομμουνιστική Πολωνία, ήδη από το 1950, ενώ η Δυτική Γερμανία, μετά από μια περίοδον εντίμου αρνήσεως ετήρησεν τα σύνορα (με επιφυλάξεις) από το 1970, μετά την Συνθήκη Πολωνίας - Γερμανικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας. Η επανενωθείσα Γερμανία και η νυν Δημοκρατία της Πολωνίας οριστικοποίησαν τα σύνορά τους βάσει της γραμμής στην γερμανοπολωνική συνοριακή συμφωνία του 1990.
Βεβαίως καθ’ όλην την κομμουνιστική περίοδον το ζήτημα της μη…. προθύμου αναγνωρίσεως των αναγκαστικών πολωνογερμανικών «κλεπτοσυνόρων», εχρησιμοποιήθη κατά κόρον από την κομμουνιστική προπαγάνδα προς νομιμοποιήση της κομμουνιστικής ισχύος, ως απαραιτήτου εγγυήσεως για την διατήρηση της «πολωνικής εδαφικής ακεραιότητος» και της ευημερίας των εποίκων από την Ανατολήν. Εχρησιμοποιήθη επίσης για να «αποδείξει» την σκοτεινήν αλληλεπίδραση της αγγλοαμερικανικής πολιτικής με την Πολωνία κατά την διάρκειαν του Β' Μεγάλου Πολέμου (ούτως ή άλλως αδιαμφισβήτο και φανερά).
Είναι πράγματι τρομακτική και συνάμα αξία σπουδής η στάση των νικητών Συμμάχων έναντι της «φίλης Πολωνίας». Αυτή δεν ήταν αξονική σύμμαχος όπως η Ουγγαρία, η Ρουμανία, η Κροατία, η Βουλγαρία και η Σλοβακία, δεν ήταν Προτεκτοράτο του γερμανικού Ράϊχ όπως η Τσεχία (Βοημία – Μοραβία). Επλήρωσεν όμως με πολλές βασάνους τον ψυχροπολεμικόν ανταγωνισμόν των τέως πολεμικών συνεταίρων και κατόπιν αντιπάλων.

Αθανάσιος Κωνσταντίνου

ΠΗΓΗ