Σελίδες

Τρίτη 8 Απριλίου 2014

Από τη Χρυσή Αυγή, στη Χρυσή Αυγή



«Είναι όμως», μου λέει, «απολίτιστοι». 

Δεν το λέει κοιτώντας με στα μάτια. Κοιτάζει κάπου πάνω από το μέτωπό μου, με το ύφος του ανθρώπου που ξέρει πολλά, αλλά δεν τα λέει. Στην πραγματικότητα το κεφάλι του κατακλύζεται από το απόλυτο κενό, σμιλεμένο από αλκοόλ (όταν κάνει καμιά αρπαχτή) και τσάι του βουνού (όταν καταφεύγει στη μανούλα). Εκεί κατοικοεδρεύει ο αγαπημένος του εαυτούλης και του χτυπά το ρυθμό «εγώ-εγώ-εγώ». Υποδύεται κοσμιότητα και ταπεινοφροσύνη. Υπαινίσσεται ότι στα νιάτα του έχει κάνει πολλά και ηρωικά, κάποια τα επαναλαμβάνει με ακρίβεια παρτιτούρας, για κάποια αφήνει να πλανάται μυστήριο. Παρατηρούσε το κίνημα χρόνια, πετάει δυο-τρία ονόματα.

Συνεβούλευε μυστικά, ενίοτε, αφήνει να εννοηθεί, καθώς μελετά τον επόμενο μορφασμό, την επόμενη κίνηση των χεριών.
Ο βίος του ανθρώπου είναι μια πορεία, με αναζητήσεις, με νίκες και ήττες, με σκοτάδι και φως. Βλέπω τον άνθρωπο όπως έφτασε σήμερα, στις περιστάσεις, στον παρόντα χρόνο. Ποιο επικράτησε τούτη την ώρα; Το κριτήριο σε περιπτώσεις σαν τη δική του είναι αρκετά απλό και αρκούντως αμείλικτο. «Θα τον άφηνες μόνο δίπλα στην εφτάχρονη κόρη σου;» Όλα τα άλλα απαντιούνται μόνα τους.
Καθώς το αίσθημα της αναγούλας ανέβαινε στο λαιμό μου, αναρωτιόμουν αν το ήξερε πόσο λειψός ήταν ή απλά υποκρινόταν. 
«Τα παιδιά». Αυτά που γλιστεροί έμποροι πατριωτισμού αποκαλούσαν «τα παιδιά που τάχουμε για να δέρνουν», ώστε να να διηγούνται ανενόχλητοι τις ιστορίες τους οι απόμαχοι ψαράδες που τους παρεδόθη μια Ελλάδα νικήτρια και την έδεσαν στο άρμα των ηττημένων. «Τα παιδιά», που σήκωσαν καθένας το δικό του βάρος. Το βάρος της Ιδέας. Το βάρος της Πίστης. Το βάρος της Τιμής. Το βάρος του Αγώνα. Για το παιδί που με χαρά διαπιστώνω, ενόσω μιλάει, είναι ακόμη εδώ και κλείνει συνωμοτικά το μάτι. 
Δεν ξέρω εάν αντιλαμβάνεται το διακύβευμα. Το αντικείμενο και τη βαρύτητα του αγώνα της Χρυσής Αυγής. Την κρισιμότητα των στιγμών. Με τα δικά του κριτήρια ο Κολοκοτρώνης ήταν απολίτιστος. «Δεν ήταν»; Μου απαντά. 
Σκέφτομαι πως στον τρόπο που διδάσκεται η Ιστορία του ’21 πρέπει να κάνει η εθνική κυβέρνηση που θάρθει , μια προσθήκη όχι αυθαίρετη αλλά απ’ τις πηγές. Γιατί οι Μαυροκορδάτοι κι οι Κωλέτηδες που επικράτησαν στα πράγματα του γκουβέρνου, διάλεξαν να συγκρίνουν τους Έλληνες με τας Ευρώπας όπως τις γνώρισαν κοιτάζοντας τα αφράτα χέρια τους με τα στρογγυλά νύχια, καθώς περίμεναν καθισμένοι φρόνιμα στους διαδρόμους της εξουσίας. Πρέπει να μάθουν οι Έλληνες πως κάποιοι, μες στο διωγμό που περιέβαλλε την Άλωση, έφυγαν άλλος στα ιταλικά βασίλεια, άλλος στο Μόσχοβο και τη Βλαχία, κι έκαμαν με το μυαλό και με τα φώτα τους την Αναγέννηση και έχτισαν με την προκοπή τους, τα καράβια και τα φυσέκια του Αγώνα, τις βάσεις για την ελεύθερη Ελλάδα. Χωρίς αυτούς, δεν θα γνώριζε Ανάσταση το Έθνος. Μαζί μ’ αυτούς, τους σπουδαίους κι άξιους, που καίνε και μουτζουρώνουν την κληρονομιά τους τα καλόπαιδα των Πολυτεχνείων, ν’ ανάψουμε πρέπει ένα κεράκι ακόμα για όσους επαναστάτησαν χτυπώντας τον βάρβαρο δυνάστη με κασμάδες και δρεπάνια. Για όσες μάνες εξακολούθησαν να φέρνουν στη ζωή Έλληνες και τους ανάθρεψαν τραγουδώντας τους τα όνειρα της Φυλής φασκιωμένα στοργικά στα ομηρικά δημοτικά μας τραγούδια. 
Αύριο, όταν η Ιστορία των ημερών μας γραφεί, το όνειρο κι οι αγώνες των παιδιών με τα μαύρα θα σταθούν ίσια στη ζυγαριά της Ιστορίας, ίσια όπως το σώμα δεν μπορεί να΄ ναι ακέφαλο, μα ούτε μπορεί να προχωρήσει χωρίς τα μέλη του. 
Η Χρυσή Αυγή έχει απέναντί της αντιπάλους συνειδητούς προδότες, αλλά και άλλους που από εγωισμό ή απερισκεψία άφησαν να χαθεί η ζωή από τον τόπο. Αυτή είναι η ώρα που «πρίγκιπες και φτωχοί», ψευδώς διχασμένοι πατριώτες πέραν της αριστεράς και της δεξιάς, μα σίγουρα όχι λιγούρια και ρουφιάνοι, θα πάρουμε την Πατρίδα μας πίσω. Οι Φαρισαίοι, οι μετά Χριστόν προφήτες, οι μωροφιλόδοξοι και οι υποκριτές, παρακαλούνται να χωθούν εγκαίρως στις τρύπες τους.

Η ΟΧΙΑ






ΠΗΓΗ