Γράφει ο Νικόλαος Παπαδιονυσίου.
Όταν κυριαρχεί σ’ ένα κυβερνητικό σύστημα η αήθεια, η αθλιότητα και η αναισχυντία, τότε τα πάντα μπορούν να συμβούν. Κάθε ελευθερία και κάθε δικαίωμα μπορούν να καταστρατηγηθούν, η διαφθορά και η συκοφαντία κυριαρχούν στον πολιτικό λόγο και τέλος και αυτό είναι το σπουδαιότερο, η αλήθεια αφού δεν γίνεται να φιμωθεί, ποινικοποιείται.
Αυτή λοιπόν την απόφαση έλαβε εχθές δια στόματος της κυρίας Κουτζαμάνη ο Άρειος Πάγος απειλώντας με αυτόφωρο και χαρακτηρίζοντας ως κακούργημα την προβολή συνομιλιών και σχολίων τα οποία κατεγράφησαν άνευ της συναινέσεως αυτού που τα εκφράζει.
Μάλιστα η αποκάλυψη συμμετοχής ανώτατων κρατικών λειτουργών στην εκτροπή του πολιτεύματος, χαρακτηρίστηκε ως «άσκηση βίας» εις βάρος τους.
Ειλικρινά ποτέ άλλοτε σε αυτόν τον τόπο δεν επαναλήφθηκε κάτι ανάλογο. Μιας τέτοιας μορφής ευτελισμού του πολιτικού βίου και της δικαιοσύνης.
Η ανθελληνική κυβέρνηση η οποία τον Σεπτέμβριο του 2013 προβάλλοντας μια μεμονωμένη εγκληματική ενέργεια, ως συλλογική πολιτική ευθύνη, ενός ιδεολογικού χώρου εξαπέλυσε ένα πρωτοφανές για τους δημοκρατικούς θεσμούς πογκρόμ, εναντίον ενός κοινοβουλευτικού κόμματος, άνευ αποδείξεων, άνευ στοιχείων, αλλά βάσει κατηγοριών οι οποίες όχι μόνο δεν στέκονται, αλλά ούτε καν στοιχειοθετούνται νομικά, έφθασε στο σημείο ξεπερνώντας κάθε δεοντολογία και καταλύοντας πλέον εντελώς την δικαιοσύνη ως θεσμό και φιλοσοφική έννοια, να ποινικοποιήσει την αλήθεια.
Αυτό μόνο με έναν τρόπο μπορεί να ερμηνευθεί. Η αλήθεια για την οποία καταβάλλεται σθεναρή προσπάθεια να αποσιωπηθεί, είναι εκρηκτικά επικίνδυνη και θίγει ανεπανόρθωτα το ήδη βεβαρυμμένο προφίλ της κυβέρνησης θέτοντας σε σοβαρό κίνδυνο την ικανοποίηση του αισθήματος μανιοκαταθλιπτικής φιλαρχίας του κυρίου Σαμαρά. Μαζί δε μ’ αυτό θέτει επίσης σε κίνδυνο την μακροημέρευση μιας εντόπιας ομάδας που εξυπηρετεί τα διεθνή ανθελληνικά σχέδια.
Για του λόγου το αληθές και για να μην θεωρηθεί ότι μόνο εμείς προβάλλουμε τους ανωτέρω ισχυρισμούς παραθέτουμε και το σχόλιο της βουλευτού του ΣΥΡΙΖΑ κυρίας Κωνσταντοπούλου.
«Η επιλεκτική επίκληση και εφαρμογή διατάξεων, όπως η διάταξη ποινικοποίησης της βίας ή απειλής βίας κατά της Βουλής ή της Κυβέρνησης (άρθρο 157 Π.Κ.), που θα έπρεπε προ πολλού να έχουν ενεργοποιηθεί για τον ποινικό έλεγχο των διαρκών εκβιασμών που διακινούνται με αποδέκτη το Κοινοβούλιο και πηγή την Κυβέρνηση, το Eurogroup και την Τρόικα, εγείρει δυσπιστία και προβληματισμό και ενισχύει την αίσθηση αδιαφάνειας, ασυδοσίας και ατιμωρησίας ορισμένων, στους οποίους όλα επιτρέπονται» .
Ουδέν αληθέστερον τούτου!
Γιατί αν η κυβέρνηση των θεράποντων των ξένων συμφερόντων δεν έτρεμε στην κυριολεξία επιπλέον αποκαλύψεις, δεν υπήρχε λόγος να λάβει τέτοια μέτρα και να εκτεθεί διεθνώς για αδιαφάνεια και απολυταρχικές μεθόδους. Θα μας άφηνε να προβάλλουμε τα στοιχεία που είχαμε για να αυτοεξευτελιστούμε.
Ή μήπως θίχθηκε το αίσθημα δικαιοσύνης, βάσει του τρόπου που αυτά απεκτήθησαν; Εδώ δεν έχει θιχθεί για οικονομικά σκάνδαλα επί σκανδάλων και για χρηματισμούς, επί χρηματισμών στους οποίους ενεπλέχθησαν υπουργοί και ανώτατα κυβερνητικά στελέχη. Δεν θίχθηκε για την λίστα Λαγκάρντ που ήταν θαμμένη επί σειρά μηνών στα συρτάρια του κυρίου Βενιζέλου.
Επιπλέον, σε ποια άλλη Χώρα θα ξέσπαγε τέτοιο κολοσσιαίο πολιτικό σκάνδαλο που αφορά κατάχρηση εξουσίας και εκτροπή του πολιτεύματος και ο πρωθυπουργός δεν θα πήγαινε άμεσα και τροχάδην στο κοινοβούλιο για να δώσει εξηγήσεις και να ξεκαθαρίσει την θέση του.
Όλα αυτά λοιπόν, όπως η ποινικοποίηση της αλήθειας και η τακτική του κυρίου Σαμαρά να ποιεί την νησαν και να προβαίνει σε δηλώσεις ότι «το θέμα Μπαλτάκου θεωρείται λήξαν» ένα πράγμα μόνο επιβεβαιώνουν.
Μεγάλη η διαφθορά, μεγάλος ο φόβος και ο πανικός των ανόμων.
Και αν το θέμα Μπαλτάκου για την κυβέρνηση θεωρείται λήξαν, για τον Ελληνικό Λαό δεν πρόκειται να θεωρηθεί και πολύ σύντομα γύρω στα τέλη Μαΐου θα δώσει την απάντησή του στην ανθελληνική και δοσίλογη κυβέρνηση.
